- ακανθολογώ
- (-έω) [ακανθολόγος]1. μαζεύω αγκάθια2. αναζητώ και καταγράφω γλωσσικά σφάλματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακανθολόγος — ον (Μ ἀκανθολόγος) 1. αυτός που μαζεύει αγκάθια 2. μτφ. ο μικρολόγος συζητητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκανθα + λόγος < λέγω «συλλέγω». ΠΑΡ. νεοελλ. ακανθολογώ] … Dictionary of Greek